κιμάς

κιμάς
ο
(λ. τουρκ.), ψιλοκομμένο κρέας ώστε ν' αποτελεί πολτώδη μάζα: Αγόρασα κιμά για να φτιάξουμε μπιφτέκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιμάς — ο 1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι 2. φρ. «θα τόν κάνω κιμά όταν τόν δω» θα τόν χτυπήσω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma] …   Dictionary of Greek

  • κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») …   Dictionary of Greek

  • κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μοσχαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που προέρχεται από μοσχάρι, μόσχο: Μοσχαρίσιος κιμάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”